- κατεγχαίνω
- κατεγχαίνω (Α)περιγελώ κάποιον, χάσκοντας, δηλ. με ανοιχτό στόμα («κατεγχάνοι ταῑς ἐμαῑς τύχαισιν», Αριστοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + *ἐγ-χαίνω «χάσκω» (υποχωρητικός σχηματισμός < εγχαν-εῖν απρμφ. αορ. τού ρ. ἐγ-χάσκω, κατά το σχήμα μαρανεῖν: μαραίνω)].
Dictionary of Greek. 2013.